ἐρετμώσαντες

ἐρετμώσαντες
ἐρετμόω
furnish with oars
aor part act masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ερετμώ — ἐρετμῶ, όω (Α) [ερετμόν] 1. εφοδιάζω με κουπιά («χεῑρας ἐρετμώσαντες» επιτιθέντες με τα κουπιά στα χέρια, Ορφ.) 2. διασχίζω κωπηλατώντας, διέρχομαι διά μέσου («ἠερίους κεκεῶνας ἐρετμώσασα πεδίλως», Νόνν.) 3. φρ. α) «χεῑρας ἐρετμῶ» χρησιμοποιώ τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”